Τσιγγάνοι στα Χανιά

Τσιγγάνοι στα Χανιά

Πριν από λίγο καιρό κάνοντας “τσάρκα” στο χανιώτικο λιμάνι, συνάντησα ένα φίλο από τα παλιά, τον Γιώργο, “φορτωμένο με χιλιάδες αναμνήσεις”. Είχαμε χρόνια ν’ ανταμώσουμε. Κάτσαμε σ’ ένα από τα υπέροχα ουζάδικα του λιμανιού. Θυμηθήκαμε πολλά από τα παλιά και κάποια στιγμή τον ρωτώ. Θυμάσαι Γιώργο τότε που είχαν έρθει τσιγγάνοι στα Χανιά; Πώς δεν θυμάμαι, απάντησε ο Γιώργος και συνέχισε.

Ήταν το 1939, αν θυμάμαι καλά. Ήρθαν αρκετοί. Είχαν τα πράγματα τους φορτωμένα σε έξι (6) γιγαντόσωμα μουλάρια. (Μουλάρι η επιμιξία θηλυκού γαϊδάρου και αρσενικού αλόγου). Ξεφόρτωσαν τα μουλάρια κι άρχισαν να στήνουν τρεις μεγάλες σκηνές. Φαίνεται πως ήταν τρεις οικογένειες. Τις έστησαν Νοτιοδυτικά έξω από το στρατόπεδο του Αγίου Ιωάννου. Κείνη την εποχή το στρατόπεδο ήταν στρατόπεδο εκπαίδευσης των νεοσύλλεκτων της Ι Μεραρχίας. Είχε χαρακώματα, στίβο μάχης και πεδίο βολής.

Άμα έστησαν τις σκηνές, έφτιαξαν και τρία πυρομάχια για να μαγειρεύουν. Την άλλη μέρα το πρωί τσιγγάνες και τσιγγάνοι ετοιμάστηκαν να ξεκινήσουν για να πουλήσουν την “πραμάτεια” τους. Οι τσιγγάνες φορούσαν, μακριές, φαρδιές, πολύχρωμες φούστες, συνήθως πράσινες με ασημένιο ή χρυσαφί κέντημα και μπλούζες πολύχρωμες με μακριά μανίκια. Οι τσιγγάνοι φορούσαν ένα μπαμπακερό γιλέκο, ένα πανταλόνι σαν φουφούλα και κάτι σαν μποτάκια που έφθαναν μέχρι το μέσο την κνήμης. Το πρωί ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν για δουλειά. Οι τσιγγάνες πήγαιναν δυο-δυο, μαζί χτυπούσαν την πόρτα των σπιτιών και πουλούσαν υπέροχα μπρούτζινα χαβάνια και μύλους του καφέ.

Κείνη την εποχή οι νοικοκυρές είχαν το ξύλινο γουδί με το ξύλινο γουδοχέρι για κοπάνισμα. Πολλές φορές έλεγαν στις νοικοκυρές να τους πουν τη μοίρα.

«Ασήμωσε να σε πω τη μοίρα σου»… ποτέ όμως τσιγγάνα δεν ζητιάνεψε. Ποτέ τα τσιγγανάκια δεν άπλωναν χέρι για ελεημοσύνη. Οι τσιγγάνοι είχαν φορτώσει σε ένα μουλάρι χαλιά “γνήσια πανέμορφα χαλιά” και πατανίες και πήγαιναν να τα πουλήσουν στις πλουσιογειτονιές. Αν τους τύχαινε και καμία αμπασοδουλειά την έκαναν με πολλή ευχαρίστηση, αρκεί να κέρδιζαν κάτι. Τις Κυριακές τσιγγάνες και τσιγγάνοι δεν έβγαιναν για δουλειά. Οι Κυριακές ήταν μέρες καθαριότητας. Το βράδυ το ‘ριχναν στο γλέντι. Χορός και τραγούδι. Όλος ο κόσμος ήταν δικός τους.

Δύο – τρία πιτσιρίκια από τον Άγιο Ιωάννη, δέκα με δώδεκα χρονών και άλλα τόσα προσφυγόπουλα από τον προσφυγικό οικισμό “ΦΥΣΤΙΚΙΕΣ” πηγαίναμε στον καταυλισμό των τσιγγάνων. Πολλές φορές το πρωί αλλά κυρίως το απόγευμα και το βραδάκι. Βλέπαμε τις ετοιμασίες για το βραδινό φαγητό τους. Κάθε οικογένεια -δηλαδή κάθε σκηνή- είχε κάνει στο πυρομάχι της φαγητό σ’ ένα μεγάλο μπρούτζινο τσικάλι. Έτρωγαν όλοι μαζί. Συνήθως μαγείρευαν λίγο κρέας με μακαρόνια, πατάτες ή ρύζι. Καμιά φορά πρόσφεραν στα πιτσιρίκια κάποιο μεζέ, αλλά αυτά ποτέ δεν έτρωγαν.

Κάποια φορά μια τσιγγάνα έπαιρνε μια κουλούρα χάσικο -άσπρο ψωμί από τον φούρνο του Στούπη που ήταν απέναντι από το 8ο Δημοτικό, το έκοβε σε κομμάτια και το πρόσφερε στα πιτσιρίκια που έκαναν μεγάλες χαρές.

Οι τσιγγάνοι έκατσαν στα Χανιά δύο μήνες, σχεδόν δηλαδή Ιούλιο και Αύγουστο, πριν φύγουν φρόντισαν να καθαρίσουν πάρα πολύ καλά τον χώρο που καταλάμβανε ο καταυλισμός τους. Τίποτα δεν θύμιζε ότι πριν από λίγο εκεί ήταν καταυλισμός τσιγγάνων.

  • Ο Γιώργος Μαρουλοσηφάκης είναι απόμαχος δημοσιογράφος – τυπογράφος

Τσιγγάνοι κυρίως ζουν στην Ουγγαρία. Ζουν νομαδικά όπως και σε άλλες χώρες που διαβιούν.
Στην Ουγγαρία έχουν και φάρμες αγελάδων ή αλόγων.
Οι τσιγγάνοι αγαπούν το χορό, το γλέντι και τη μουσική. Πολλοί παίζουν βιολί για δική τους ευχαρίστηση, ποτέ όμως επαγγελματικά.
Στην Ελλάδα ζούσαν και ζουν ελάχιστες “πάτριες” τσιγγάνων που σιγά – σιγά εξαφανίζονται.
Οι τσιγγάνοι δεν ήθελαν ποτέ την επιμιξία με άλλους λαούς.
Οι ΡΟΜΑ που ζουν στη χώρα μας δεν είναι τσιγγάνοι είναι Αθίγγανοι με πιθανή καταγωγή την Ινδία. Έχουν εντελώς διαφορετικά ήθη και έθιμα από τους τσιγγάνους.

Γιώργος Μαρουλοσηφάκης – Χανιώτικα νέα