Τα Στιβανάδικα

Τα Στιβανάδικα

Τα Στιβανάδικα, στην οδό Σκρύδλωφ, δυτικά της Δημοτικής Αγοράς, δίνουν την αίσθηση του παζαριού, με την έντονη μυρωδιά του δέρματος και τα πολύχρωμα είδη Κρητικής λαϊκής τέχνης που πωλούνται κάθε εποχή.
Παλαιότερα ήταν αμιγώς ο δρόμος των στιβανάδων, δηλ. των κατασκευαστών των Κρητικών στιβανιών, αναπόσπαστου τμήματος της Κρητικής ανδρικής φορεσιάς. Σήμερα μπορεί κανείς να αγοράσει ντόπια δερμάτινα είδη αλλά και πλήθος άλλων αναμνηστικών από την επίσκεψή του στην πόλη. Όμως στα χρόνια που μεσολάβησαν από το χθες στο σήμερα τίποτα δεν έχει μείνει ίδιο… Τα Στιβανάδικα αποτελούν μια καθαρά τουριστική εμπορική περιοχή με ιδιαίτερη άνθηση τους θερινούς μήνες και λίγα πράγματα πια θυμίζουν στους νεότερους αλλά και στους παλιότερους την αύρα άλλων εποχών…
Σήμερα στην περιοχή έχουν απομείνει ελάχιστες κατασκευαστές στιβανιών, ένας από αυτούς είναι ο 77χρονος Λευτέρης Πιρπινάκης στην Σκρύδλωφ 28-30 που κατασκευάζει στιβάνια από δέκα χρονών…
«Λίγο μετά την κατοχή έφυγα από τα Περιβόλια και ήρθα στα Χανιά 10-12 χρονών για να πιάσω δουλειά σε ένα κατάστημα που έφτιαχνε στιβάνια εδώ στο Παλιό Λιμάνι. Έτσι άρχισα να μαθαίνω την τέχνη σιγά σιγά. Ήταν μια δύσκολη εποχή, υπήρχε μεγάλη φτώχια, πείνα και οι περισσότεροι δεν είχαν χρήματα ούτε να βάλουν παπούτσια, και φορούσαν ψευτοάρβυλα. Εκείνη την εποχή θεωρούνταν μεγάλη υπόθεση να έχεις καινούρια δερμάτινα παπούτσια γιατί ήταν πολύ ακριβά. Μόνο οι δικηγόροι και οι γιατροί φόραγαν σεβρά, δηλαδή παπούτσια από μαλακά και ακριβά δέρματα. Ο υπόλοιπος κόσμος μόνο όταν παντρευότανε έφτιαχνε δερμάτινα νυφικά παπούτσια και με αυτά πέθαινε…», μας διηγείται ο κ. Πιρπινάκης.
«Θυμάμαι πως όταν μπήκα στην τέχνη των στιβανιών και πήρα το πρώτο μου, βδομαδιάτικο μισθό, πήρα πενήντα καρβέλια ψωμί για την οικογένειά μου…Και ήταν τόσο μεγάλη η χαρά που είχα τότε…Έπειτα πέρασαν τα χρόνια, είχα μάθει όλα τα μυστικά της δουλειάς, μετά βέβαια από πολύ ξενύχτι, κούραση, τζάμπα μεροκάματα… Πήγα στο στρατό και όταν γύρισα η μάνα μου, μου έδωσε μια χρυσή λύρα και εγώ με αυτή τη μία λύρα άνοιξα το πρώτο μου μαγαζί αγοράζοντας στην Σκρύδλωφ μια παράγκα, γιατί εδώ στα Στιβανάδικα κάποτε ήταν μόνο τσαγκάρικα και πολλές παράγκες» αναφέρει ο ίδιος.
«Έφτιαχνα στιβάνια, παπούτσια με πολύ μεράκι, μου άρεσε να σχεδιάζω και να κάνω διαφορετικά σχέδια, γι’ αυτό ο κόσμος με έμαθε σιγά σιγά και μου έδινε πολλές παραγγελίες. Θυμάμαι πως έκανα πολλές παραγγελίες εργολαβικά, παιδικά και αντρικά παπούτσια, μέχρι τις 4-5 τα ξημερώματα. Δούλευα μέρα νύχτα και μετά τα πωλούσα σε μεγάλα καταστήματα των Χανίων, στον Μπαρμπόπουλο, τον Τσιγάλογλου κ.α. Ο κόσμος όμως τότε δεν είχε λεφτά και αγόραζε με δόσεις τα παπούτσια», θυμάται.
Η ανάπτυξη άρχισε στα τέλη της  δεκαετίας του 70’ με την εμφάνιση των πρώτων ξένων τουριστών στην περιοχή. «Τότε μαζί με άλλα τέσσερα μαγαζιά εδώ στη Σκρύδλωφ αρχίσαμε να κάνουμε τα πρώτα πέδιλα και βέβαια περισσότερα στιβάνια που ως αναπόσπαστο κομμάτι της παραδοσιακής ενδυμασίας είχε μεγάλη ζήτηση από τους ξένους επισκέπτες. Ήταν μια καλή εποχή οικονομικά. Οι περισσότεροι φτιάχναμε Κρητικά στιβάνια, τις βακέτες, με χοντρά δέρματα.
Θυμάμαι πως εκείνη την περίοδο πωλούσα μέχρι και είκοσι ζευγάρια την ημέρα. Κάτι που βέβαια δεν συμβαίνει στις μέρες μας», αναφέρει ο κ. Πιρπινάκης.
Σήμερα η αγορά δερμάτινων στιβανιών περιορίζεται στους Κρητικούς παραδοσιακούς συλλόγους αλλά και στα νέα παιδιά που επιστρέφουν κοντά στην Κρητική παράδοση. «Σήμερα οι περισσότερες παραγγελίες στιβανιών είναι από συλλόγους, νέα παιδιά ενώ προτιμώνται και για τις βαφτίσεις μικρών αγοριών. Ένα ζευγάρι από καλά στιβάνια σήμερα κοστίζει από 50-150 ευρώ».
Ωστόσο η κατασκευή των δερμάτινων στιβανιών είναι μια αρκετά δύσκολη διαδικασία. «Για να κατασκευάσω δύο ζευγάρια στιβάνια χρειάζεται μια ολόκληρη μέρα, από το πρωί μέχρι το βράδυ. Κάποτε βέβαια μπορούσα να φτιάξω και πέντε ζευγάρια τη μέρα.
Είναι μια αρκετά επίπονη διαδικασία από το να ράψεις το δέρμα μέχρι να φτιάξεις τους πάτους, να καρφώσεις τις ξυλόμπροκες, να τα αμπαλάρεις… Όλα γίνονται στο χέρι…».
Λίγο πριν φύγω από το μαγαζί στην οδό Σκρύδλωφ και αποχαιρετίσω το φιλόξενο κ. Λευτέρη Πιρπινάκη, τον ρωτάω αν θα συνεχίσει κάποιος την παράδοση της τέχνης του, της κατασκευής παραδοσιακών στιβανιών που άρχισε ο ίδιος πριν εξήντα πέντε χρόνια… Και εκείνος μου απαντά σχεδόν προβληματισμένος «Τώρα το μαγαζί το διατηρεί ο γιος μου όμως ξέρει λίγα πράγματα από κατασκευή δερμάτινων στιβανιών… Το πιο πιθανό είναι ότι η τέχνη θα περάσει στους ξένους που ζουν στον τόπο μας».