Σοφία Σαρρή: Η Χανιώτισσα που φτιάχνει gothic folk μουσική με κρητική λύρα

Σοφία Σαρρή: Η Χανιώτισσα που φτιάχνει gothic folk μουσική με κρητική λύρα

Έχει χαρακτηριστεί ως μία από τις πιο δραστήριες παρουσίες της εγχώριας μουσικής σκηνής. Δεν σταματάει να πειραματίζεται και να τολμάει, ενώ πριν από λίγες μέρες κυκλοφόρησε το πρώτο προσωπικό της άλμπουμ με τον τίτλο Euphoria.

H Χανιώτισσα Σοφία Σαρρή, κόρη του επικεφαλής της παράταξης «Πρωτοβουλία Πολιτών Πρώτα ο Άνθρωπος» Γιάννη Σαρρή, ασχολείται με τη μουσική από μικρή, από τα 15 της, από τότε που ξεκίνησε να τραγουδάει στα Χανιά σε μία μέταλ μπάντα.

«Μετά ήρθα στην Αθήνα και στα 18 μου μπήκα στους Night on Earth, με τους οποίους έπαιζα αρκετά χρόνια. Κυκλοφορήσαμε δύο δίσκους, κάναμε αρκετά live, ενώ παράλληλα έκανα και διάφορα άλλα πράγματα, ήμουν σε ένα γκρουπ α καπέλα, τις Σανάδες», λέει χαμηλόφωνα –με μια απαλή φωνή που μόλις και μετά βίας γράφει το μαγνητοφωνάκι. «Ως session μουσικός έπαιξα με τον Φοίβο Δεληβοριά, τον Νίκο Πορτοκάλογλου, τον Θανάση Παπακωνσταντίνου και σε διάφορα πρότζεκτ πιο πειραματικά όπως οι Lüüp. Στις 26 Νοεμβρίου κυκλοφόρησε ο νέος δίσκος των AENAON, Hypnosophy (σημ. ένας εκπληκτικός black metal δίσκος) όπου κάνω φωνητικά και γενικά είμαι ανήσυχη, σε ό,τι μου προκύψει και μου τραβάει το ενδιαφέρον συμμετέχω».

Παρ’ όλες τις πολυάριθμες δραστηριότητες που αναφέρει και με δουλειά χρόνων, κατάφερε πρόσφατα να ολοκληρώσει το πρώτο άλμπουμ της, το οποίο κυκλοφόρησε την Παρασκευή από την Inner Ear. Το Euphoria είναι ένας δίσκος με πολύ προσωπικό ήχο, με τραγούδια με έντονο το παγανιστικό στοιχείο και μια αισθητική σκοτεινή, γκρίζα, με ελάχιστες χαραμάδες φωτός. Δεν είναι ένα εύκολο άλμπουμ, με την έννοια ότι χρειάζεται πολλές ακροάσεις για να ανακαλύψεις τους ήχους που κρύβονται στα εννιά κομμάτια του δίσκου και να μπεις στον κόσμο του. Στο bandcamp της εταιρίας το χαρακτηρίζουν «ένα σύμπαν όπου οι επιλογές χωρίς συμβιβασμούς είναι ευπρόσδεκτες, επιτρέποντας στην Κρητική λύρα, από τα βουνά της γενέτειράς της, να αισθάνεται άνετα δίπλα στο αναλογικό synth και στο δαιμονισμένο χτύπημα του διπέταλου».

«Κάθε κομμάτι έχει την ιστορία του» λέει η Σοφία, «είναι ένας ιερός δεσμός με τη φύση, σαν να υπάρχει ένα τοτέμ στο πνεύμα του κάθε τραγουδιού». To φεγγάρι, ο κούκος, ο λύκος, τα έγχορδα και τα ηλεκτρονικά micro beats μοιάζουν να ενώνονται άψογα με τα άλλοτε εύθραυστα και άλλοτε δυναμικά φωνητικά της, εκδηλώνοντας την παντοδυναμία της φύσης.

Αναρωτιέμαι πώς ένα τόσο ντελικάτο (σχεδόν εύθραυστο) νεαρό κορίτσι μπορεί να βγάζει τέτοια ένταση στα κομμάτια. Και πώς είναι δυνατό να ελίσσεται πετυχημένα ανάμεσα σε τόσα μουσικά είδη.



«Πάντα έδινα πολύ μεγάλο μέρος του εαυτού μου όπου συμμετείχα, παντού έκανα τα δικά μου, αυτά που ήθελα», εξηγεί. «Αυτό δεν σε κάνει πολύ ευέλικτο, δεν είσαι πολύ μέινστριμ έτσι. Και επίσης είμαι ψυχάκι με τη φωνή και όλη αυτή την αναζήτηση και τις δυνατότητες που έχει. Είμαι πάντα περίεργη, πάντα προσπαθώ να μαθαίνω καινούργια πράγματα, δεν ησυχάζω με τον εαυτό μου. Όλες αυτές οι διαφορετικές εκφάνσεις μου δίνουν τη δυνατότητα να αναζητήσω διαφορετικές ποιότητες στη φωνή μου, σαν μαθητής».

Η Σοφία είναι δασκάλα φωνητικής: «Έχω πρωινή δουλειά, σταμάτησα να δουλεύω ως τραγουδίστρια το βράδυ όταν ξεκίνησα τη δουλειά μου στο ωδείο. Είμαι εκεί τέσσερα χρόνια περίπου, οπότε ουσιαστικά βιοπορίζομαι σαν δασκάλα στο Lab, για να χρηματοδοτώ την όλη μου μουσική δραστηριότητα. Και το δίσκο και ό,τι κάνω, είναι όλα do it yourself, ή για την ακρίβεια, do it with your friends. Είμαι τυχερή όμως, γιατί έχω πολύ ταλαντούχους φίλους».

«Γιατί είπες τον δίσκο «ευφορία»;». «Για να με κοροϊδέψω (γελάει). Ο δίσκος είναι αρκετά σκοτεινός και εσωστρεφής, και ως ήχος και ως θεματολογία, οπότε τον έβγαλα ‘Ευφορία’, που ήταν και το θέμα της αναζήτησης του δίσκου. Μέσα από όλα αυτά τα υλικά που υπάρχουν στα κομμάτια του ψάχνω την ευφορία. Και μου άρεσε και σαν λέξη, βέβαια, είναι μια ελληνική λέξη που δεν αλλάζει στα αγγλικά». Το πρώτο κομμάτι που μοιράστηκε από το δίσκο είναι το Still Universe, ένα γκόθικ φολκ κομμάτι βορειοευρωπαϊκής αισθητικής, αλλά με έντονο το ελληνικό στοιχείο, μια σκοτεινή μπαλάντα με την κρητική λύρα να δίνει το στίγμα και να το χαρακτηρίζει ηχητικά



«Τα περισσότερα κομμάτια έχουν παραδοσιακά όργανα, με έντονα ηλεκτρονικά στοιχεία, έχω και ένα κομμάτι με άρπα, κι ένα κομμάτι που είναι τελείως ακαπέλα, μόνο φωνές. Το Still Universe είναι αρκετά αντιπροσωπευτικό για το ποια είναι η αισθητική του δίσκου. Εκτός από τα αγγλόφωνα κομμάτια έχω κι ένα στα ελληνικά (Ο Λύκος) και ένα στα νορβηγικά. Έμαθα νορβηγικά παλιότερα λόγω της μουσικής, μου άρεσε πολύ η νορβηγική μουσική, το μέταλ, είχα και μία τρέλα με τις γλώσσες. Στιχουργικά δεν είναι κάτι πολύ πρωτότυπο, είναι σκέψεις, όνειρα, επιθυμίες, φοβίες. Το ελληνικό είναι σαν σκοτεινό παραμύθι, και τα υπόλοιπα είναι προσωπικά βιώματα. Αυτά που απασχολούν τους περισσότερους δημιουργούς τραγουδιών. Το νορβηγικό κομμάτι είναι παραδοσιακό.

Ποια ήταν η πιο μεγάλη δυσκολία που αντιμετώπισες στη δημιουργία του δίσκου; «Ότι έπρεπε να φτιαχτεί μέσα σε χαραμάδες ελεύθερου χρόνου, συγκλίνουσες χαραμάδες για δέκα άτομα, μέσα σε μία κατάσταση οικονομικής κρίσης όπου όλοι δυσκολεύονταν πάρα πολύ για να βιοποριστούν, ειδικά από την τέχνη και τη μουσική. Δεν υπήρχε κάποια χρηματοδότηση, τον δίσκο τον πήγαμε έτοιμο στην εταιρία, μαστεραρισμένο, οπότε όλοι δούλευαν ουσιαστικά αφιλοκερδώς με πολύ μεράκι και πολλή αφοσίωση, αλλά φυσικά αυτό προκαλεί δυσκολίες γιατί δεν μπορεί ο άλλος να το έχει προτεραιότητα όταν πολεμάει να πληρώσει το νοίκι του. Το καλό είναι ότι οι άνθρωποί μου, οι φίλοι μου, οι συνεργάτες μου, όλους αυτούς που έχω επιλέξει και τα τελευταία δέκα χρόνια ασχολούνται με το χώρο, με βοήθησαν πάρα πολύ. Και τους το χρωστάω όσο δεν πάει. Από τα παιδιά που έκαναν το artwork που θεωρώ πολύ ενδιαφέρον, φίλοι από τα Χανιά, μέχρι τον Παναγιώτη τον Χούντα που έκανε την παραγωγή και που έβαλε το στούντιό του, κάνοντας τις ηχογραφήσεις. Ο δίσκος αυτός είναι μία συνεργασία ανθρώπων υπό την δική μου καθοδήγηση. Είχα μία ιδέα, ένα όραμα και είπα ‘παιδιά ελάτε να κάνουμε κάτι όλοι μαζί’. Και έχει σημασία το αποτέλεσμα, δεν είμαι υπεύθυνη για κάθε λεπτομέρεια του δίσκου. Δεν είμαι ο Trent Resnor που τα κάνει όλα μόνος του.

Στη μουσική δίνεις και παίρνεις. Με τα παιδιά έχουμε συνεργαστεί σε πολλά πρότζεκτ, έχω τραγουδήσει όπου μου έχουν ζητήσει, είναι αλληλεγγύη, μόνο έτσι δουλεύουν τα πράγματα πλέον. Νομίζω ότι είναι ένα ταλέντο, μία σημαντική δυνατότητα να την έχεις, το να μπορείς να επιλέγεις συνεργάτες. Να διακρίνεις τους ανθρώπους που μπορούν να ταιριάξουν μεταξύ τους και τι μπορεί να σου δώσει ο καθένας και να τους δίνεις το χώρο και το πάτημα να εκφραστούν. Πρέπει να τον βάλεις σε ένα πλαίσιο αισθητικό, αλλά δεν πρέπει να πεις στον άλλο τι θα κάνει. Εμένα έτσι μ’ αρέσει να δημιουργώ μουσική και έτσι γράφω. Επειδή μεγάλωσα μέσα σε μπάντες που υπήρχε μία συνεργασία και είδα πόσο χρήσιμο είναι αυτό. Δεν έχει πλάκα αλλιώς, δεν με αφορά.

Τα πράγματα γύρω μας είναι πιο δύσκολα, όλα έχουν αλλάξει και στη μουσική και παντού. Επειδή έχουν πέσει οι μάσκες, τα προπύργια και τα θεμέλια, από τη μία πολλοί χάνουν τον κόσμο κάτω απ’ τα πόδια τους για πρακτικούς λόγους, επειδή δυσκολεύονται, αλλά και επειδή πράγματα που θεωρούσαμε δεδομένα βλέπουμε ότι δεν λειτουργούν, είναι ένα σοκ πολλαπλό. Πιστεύω ότι μία κοινωνία μόνο εάν φτάσει κοντά στον πάτο μπορεί να αναγεννηθεί, οπότε προσπαθώ να ελπίζω στην εξέλιξη των πραγμάτων και να μην αφήνω να με απορροφάει -όσο γίνεται- η αντικειμενική μαυρίλα της εποχής. Βλέπω κόσμο γύρω μου που κάνει σπουδαία πράγματα, που παλεύει πάρα πολύ, που βοηθάει τους άλλους ανθρώπους, και καλλιτεχνικά δίνεται ένα πάτημα να δοκιμάσουμε πράγματα που πραγματικά θέλαμε να κάνουμε και παραμελούσαμε την περίοδο που μας έδινε λεφτά η μουσική –γιατί μας έδινε λεφτά η μουσική. Οπότε, τώρα που δεν δίνει, λες ‘ας κάνουμε αυτό που γουστάρουμε’. Και το βλέπω σε διάφορα πρότζεκτ γύρω μου αυτό το πράγμα. Εμένα με ενδιαφέρει πολύ η εκπαίδευση, πιστεύω ότι μέσα από την εκπαίδευση και την επικοινωνία επιτυγχάνονται πράγματα, και από την ρήξη φυσικά. Σκεφτόμουν να φύγω από τη χώρα για ένα διάστημα αλλά τελικά αποφάσισα ότι κάτσω εδώ για την ώρα και βλέπουμε».

Δεν σου αρέσει η Αθήνα; «Στην Αθήνα είμαι δώδεκα χρόνια και με έχει κουράσει πάρα πολύ, δεν είναι το πιο αγαπημένο μου μέρος στον κόσμο. Ήθελα να γυρίσω στα Χανιά, αλλά από την άλλη εδώ γίνονται όλα, είναι κέντρο. Όταν τελικά ξεκίνησα να δουλεύω στη σχολή που δουλεύω και έβαλα μπρος το δίσκο αποφάσισα ότι ‘εντάξει, θα κάτσω εδώ και θα ασχοληθώ με αυτό που κάνω’. Από τη στιγμή που δεν έχω βιοποριστικό πρόβλημα, μπορώ να ζήσω, δεν έχω λόγο να φύγω. Γιατί πολύς κόσμος δεν έχει δουλειά και φεύγει. Έχω συμμαθητές που πέρασαν στο πολυτεχνείο στην ιατρική, στη νομική, σε σχολές που υποτίθεται ότι σε εξασφαλίζουν και ακούω ότι δουλεύουν σε μπαρ, οπότε νιώθω πολύ τυχερή που έχω αυτή τη δουλειά».

Ποιος είναι ο λόγος που κάνεις μουσική, Σοφία; Η μουσική είναι η κινητήρια μου δύναμη, ο λόγος που σηκώνομαι από το κρεβάτι το πρωί, αυτό που δίνει νόημα στη ζωή μου. Πάντα η μουσική ήταν ένα καταφύγιο για μένα, ένα μέρος να εκτονώσω την σκέψη μου, τα συναισθήματά μου, να επικοινωνήσω με τους ανθρώπους που είχα πρόβλημα να το κάνω διαφορετικά…».

lifo.gr