Μέριλιν Μονρόε: Πόσο θα ήθελα να ήμουν νεκρή

Μέριλιν Μονρόε: Πόσο θα ήθελα να ήμουν νεκρή

Πέντε δεκαετίες μετά τον θάνατό της, η Μέριλιν Μονρόε ξεδιπλώνεται μέσα από τις λέξεις της: μια γυναίκα αυτοκαταστροφική, ανασφαλής και στοχαστική που φοβάται μη χάσει τα λογικά της. Τα γραπτά της, τα οποία εκδίδονται με τον τίτλο «Αποσπάσματα» και πρόλογο του γνωστού συγγραφέα Αντόνιο Ταμπούκι για πρώτη φορά την επόμενη εβδομάδα στη Γαλλία και στη Ιταλία, αποκαλύπτουν πως τα τελευταία χρόνια της ζωής της η ανεπανάληπτη σταρ μελετούσε με πάθος. Μέσα στην απελπισία της επικαλείται τον λογοτέχνη Τζον Μίλτον και τον Ζίγκμουντ Φρόυντ. Η φωνή της ηθοποιού ηχεί μέσα από σημειώματα, γράμματα και ποιήματα που κληροδότησε στον Λι Σράσμπεργκ, τον δάσκαλο υποκριτικής. Το περιοδικό «Νουβέλ Ομπζερβατέρ» δημοσίευσε την Πέμπτη αποσπάσματα των γραπτών της. 

ΑΝΤΟΝΙΟ ΤΑΜΠΟΥΚΙ
«Ήταν αυτό που οι άλλοι πίστευαν πώς είναι»

«Το βιβλίο “Αποσπάσματα” αποκαλύπτει εκ των υστέρων μια πνευματική και καλλιτεχνική προσωπικότητα που οι περισσότεροι δεν μπορούσαν να υποψιαστούν», γράφει ο Αντόνιο Ταμπούκι στον πρόλογο της ιταλικής έκδοσης του βιβλίου για τη Μέριλιν Μονρόε. Για τον ιταλό συγγραφέα, τα ντοκουμέντα που περιλαμβάνονται στο βιβλίο αποκαλύπτουν μια Μέριλιν διαφορετική από την εικόνα που είχε φτιάξει γι’ αυτήν ο κινηματογράφος _ την εικόνα μιας ωραιότατης ξανθιάς γυναίκας είτε αφελούς είτε με ευφυΐα που δεν ανησυχούσε αυτή των ανδρών, «της γυναίκας που κάθε άνδρας θα ονειρευόταν να έχει, κυρίως όταν η σύζυγος λείπει σε διακοπές».

«Το βιβλίο αυτό αποκαλύπτει την άλλη όψη της σελήνης, παρουσιάζει μια γυναίκα καλλιεργημένη και ποιητική, χωρίς να αρνείται την εικόνα της κινηματογραφικής Μέριλιν», υπογραμμίζει ο Ταμπούκι και αναρωτιέται τι θα συνέβαινε αν η Μέριλιν, αντί της εξαιρετικής ομορφιάς της, ήταν μια γυναίκα με συνηθισμένη εμφάνιση. «Θα είχε δημοσιεύσει εν ζωή αυτά που εμείς διαβάζουμε τώρα», απαντά, «και πιθανόν θα είχε αυτοκτονήσει όπως αυτοκτόνησε η Σίλβια Πλαθ. Και ίσως θα λέγαμε πως, όπως η Σίλβια Πλαθ, αυτοκτόνησε επειδή ήταν υπερβολικά ευαίσθητη και υπερβολικά ευφυής. Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα με αυτούς που αισθάνονται και καταλαβαίνουν πολύ, ότι μπορούν να είναι τόσα πράγματα, αλλά η ζωή είναι μόνο μία και τους υποχρεώνει να είναι μόνο ένα πράγμα, αυτό που οι άλλοι πιστεύουν πως είναι». Και αυτό που ονειρευόταν η Νόρμα Τζιν ήταν να είναι μια πεταλούδα, προσθέτει στον πρόλογό του ο ιταλός συγγραφέας και επικαλείται το σχετικό περιστατικό:

«Βρισκόμαστε στην παραλία του Λονγκ Αϊλαντ. Είμαστε στα 1949 και τη φωτογραφίζει ο Αντρέ ντε Ντιεν. Είναι το τέλος της φωτογράφισης, τώρα μιλάει όπως μιλάει κανείς στην παραλία: υποθέσεις, ανοησίες, αοριστολογίες για άλλες πιθανές ζωές έπειτα από τη ζωή στη Γη. Ξαφνικά η Μέριλιν έχει μια ιδέα. Και ταυτόχρονα ένα ασυναίσθητο προμήνυμα, όπως αυτά που έχουν μόνο όσοι καταφέρνουν να βλέπουν τον εαυτό τους απ’ έξω. Η Μέριλιν έβλεπε τον εαυτό της σαν πεταλούδα: “Μια μέρα, ενώ τη φωτογράφιζα, αρχίσαμε μια μεγάλη συζήτηση για τη μετενσάρκωση”, έγραφε ο Αντρέ ντε Ντιεν στο βιβλίο του για τη Μέριλιν. “Ημαστε στο ύπαιθρο, κάτω από έναν ωραίο ουρανό στον οποίο έτρεχαν τα σύννεφα. Η Μέριλιν ήταν ευχαριστημένη και γελούσε. Μου εξομολογήθηκε πως στην επόμενη ζωή της θα ήθελε να είναι μια πεταλούδα. Ανοίγοντας τα χέρια, αρχίζει να τρέχει προς εμένα, με το πρόσωπο στον ουρανό, τα μαλλιά στον άνεμο». Ισως, σημειώνει ο Ταμπούκι, καθώς τη φωτογράφιζε ο Ντε Ντιεν, η Μέριλιν είδε την «ουσία» της και σκέφτηκε να την προσφέρει στον φακό.


Βιβλίο με αποσπάσματα από γραπτά της αποκαλύτει την αθέατη πλευρά της

ΕΓΡΑΦΕ

«Ημουν πολύ εσωστρεφής»

(Το σημείωμα αυτό συντάχθηκε το 1943. Η Μέριλιν ήταν 17 ετών και το όνομά της ήταν ακόμη Νόρμα Τζιν Μόρτενσον. Την προηγούμενη χρονιά είχε παντρευτεί τον Τζιμ Ντόχερτι, από τον οποίο πήρε διαζύγιο το 1946)

Ημουν ένα κορίτσι μικροκαμωμένο και πολύ καλοφτιαγμένο _ στα 15 είχα τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια τηλεοπτική παραγωγή, κατά καιρούς έκανα το μοντέλο με αμέτρητες πιθανότητες να κλείσω δουλειές για ταινίες. Είχα τόση αυτοπεποίθηση ως μοντέλο, που σε κάποιον ξένο θα φαινόταν αδιανόητο πως ήμουν σταθερή στις μικρές μου ανασφάλειες και πως εξαιτίας τους είχα μια νευρικότητα, η οποία _ εκτός από κάποια διαλείμματα _ ήταν συνέχεια παρούσα χωρίς οι περισσότεροι να καταλαβαίνουν τον λόγο. Στη διάρκεια του χρόνου, υπήρχαν μέρες ή εβδομάδες ολόκληρες που δεν ήθελα παρέα παρά μόνο περιστασιακά κι όποτε μου ερχόταν (…) Ισως ήμουν πολύ εσωστρεφής. Ομως, καθώς αγαπούσα τον κόσμο και είχα φιλίες όποτε αποφάσιζα να τις καλλιεργήσω, η ζωή μου ήταν ίσως πιο ισορροπημένη απ’ όσο θα μπορούσε να είναι _ αν δεν είχα αυτήν την ικανότητα να δείχνω ευχάριστη ή γοητευτική… Το κακό ήταν ότι η ψυχρότητά μου ή παραίτησή μου ήταν σκόπιμη και παρ’ όλο που το συνειδητοποιούσα δεν είχα ποτέ τη διάθεση να υπερβώ τα συναισθήματά μου, εκτός από στιγμές μεγάλου πάθους _ πολύ λίγοι άνθρωποι, εκτός από τους πολύ στενούς μου φίλους, το καταλάβαιναν. Οχι όμως εκείνος. Γιατί και ο ίδιος, σε διαφορετικό περιβάλλον, είχε τα ίδια προβλήματα μ’ εμένα. Ομως, σε μικρότερο βαθμό.

 

«Πόσο θα ήθελα να είμαι νεκρή…»

(Η Μέριλιν Μονρόε έγραφε ποιήματα. Τα έδειχνε μόνο στους στενούς της φίλους, εκ των οποίων ο νεοϋορκέζος συγγραφέας Νόρμαν Ρόστεν που έλεγε γι’ αυτήν: «Είχε το ένστικτο και τα αντανακλαστικά του ποιητή, αλλά της έλειπε η τεχνική»)

Πόσο θα ήθελα- να μην υπάρχω καθόλου.

Να φύγω μακριά από ‘δω, απ’ όλα. Ομως, πώς θα μπορούσα να το κάνω;

Υπάρχουν πάντα γέφυρες _ η γέφυρα του Μπρούκλιν. Αλλά αγαπώ αυτήν τη γέφυρα (από κει όλα είναι τόσο όμορφα και ο αέρας είναι τόσο καθαρός). Οταν τη διασχίζεις, φαντάζει γαλήνια, ακόμη και με όλα τα αυτοκίνητα να περνούν σαν τρελά. Θα έπρεπε, λοιπόν, να είναι μια άλλη γέφυρα. Μια γέφυρα άσχημη και χωρίς θέα. Ομως αγαπώ κάθε γέφυρα _ έχουν κάτι, και εκτός αυτού δεν έχω δει ποτέ άσχημη γέφυρα.

«Δεν μπορούμε να αγαπήσουμε τον άλλο»

(Τον Ιούνιο του 1956, το ζευγάρι Μίλερ – Μονρόε εγκαθίσταται στο Λονδίνο, στο διαμέρισμα του Πάρκσαϊντ Χάουζ. Εκεί, διαβάζοντας το ημερολόγιο του άντρα της, η Μέριλιν διαπιστώνει πως τον έχει απογοητεύσει και πως ο Μίλερ αμφιβάλλει για τον έρωτά τους)

Νομίζω πως κατά βάθος πάντα φοβόμουν την ιδέα να είμαι γυναίκα κάποιου, γιατί έμαθα από τη ζωή ότι δεν μπορούμε να αγαπήσουμε τον άλλο, ποτέ, αληθινά.

«Βοήθεια»

(Το 1958, μετά τον αποτυχημένο γάμο της με τον Αρθουρ Μίλερ)

Υστερα από έναν χρόνο ψυχανάλυσης. Βοήθεια. Βοήθεια. Αισθάνομαι τη ζωή να πλησιάζει ενώ το μόνο που θέλω είναι να πεθάνω…

«Πώς να ενσαρκώσω ένα κορίτσι τόσο ευτυχισμένο;»

Είμαι ανήσυχη, νευρική, συγχυσμένη, ανάστατη (…) Παραλίγο να πετάξω ένα ασημένιο πιάτο. Παραλίγο να κάνω εμετό το φαγητό μου. Είμαι κουρασμένη. Ψάχνω έναν τρόπο να παίξω αυτόν τον ρόλο. Η ζωή μου ολόκληρη με αποκαρδιώνει. Πώς θα μπορούσα να ενσαρκώσω ένα κορίτσι τόσο χαρούμενο, νέο και γεμάτο ελπίδες;..

(Αποσπάσματα από γράμμα στον δρα Γκρίνσον, από την κλινική του Πανεπιστημίου Κολούμπια, όπου νοσηλεύθηκε έναν χρόνο προτού βάλει τέλος στη ζωή της)

Για κάποιον άνδρα (σημ.: εννοεί τον Τζων Κέννεντυ)

Ηταν για μένα (στα κρυφά) ένας φίλος πολύ αγαπημένος. Το ξέρω ότι δεν θα με καταλάβετε, αλλά πρέπει να εμπιστευτείτε το ένστικτό μου. Ηταν κάτι σαν περιστασιακή σχέση. Δεν είχα στο παρελθόν γνωρίσει κάτι ανάλογο, αλλά τώρα έχω την εμπειρία. Στο κρεβάτι είναι πολύ τρυφερός.

Για τον Ελία Καζάν

Ξέρω πως δεν θα είμαι ποτέ ευτυχισμένη. Μπορώ όμως να είμαι χαρούμενη! Θυμάστε που σας έλεγα ότι ο Καζάν έλεγε πως είμαι το πιο χαρούμενο κορίτσι που είχε γνωρίσει _ κι αν είχε γνωρίσει κορίτσια… Ομως μ’ αγάπησε για έναν χρόνο. Κι ένα βράδυ που ήμουν πολύ ανήσυχη με κράτησε στην αγκαλιά του έως ότου αποκοιμήθηκα. Με συμβούλευσε να κάνω ψυχανάλυση και λίγο αργότερα θέλησε να δουλέψω με τον καθηγητή του, τον Λι Στράσμπεργκ.