Χανιά: Καραμπάσι – «Το μαγικό φίλτρο» του Αποκόρωνα και επίσημα στον κατάλογο άυλης πολιτιστικής κληρονομίας (video)

Χανιά: Καραμπάσι – «Το μαγικό φίλτρο» του Αποκόρωνα και επίσημα στον κατάλογο άυλης πολιτιστικής κληρονομίας (video)

Στον κατάλογο της άυλης πολιτιστικής κληρονομίας του Υπουργείου Πολιτισμού, συμπεριλαμβάνεται το καραμπάσι, το παραδοσιακό κρητικό απόσταγμα με θεραπευτικές και καλλωπιστικές ιδιότητες που παράγεται παραδοσιακά από φύλλα άγριας ενδημικής δάφνης (Laurus nobilis) μόνο στον Τζιτζιφέ Αποκορώνου, όπου σήμερα ζει μόνο ένας καραμπασάς, ο κ. Χρήστος Τσουρουπάκης. Ο ίδιος, εξακολουθεί να παράγει το προϊόν χρησιμοποιώντας το ίδιο μπακιρένιο καζάνι και την ίδια τεχνική με τους προκατόχους του, αλλά είναι ορατός ο κίνδυνος να χαθεί τόσο το προϊόν όσο και η τεχνική παραγωγής του.

«Έχω μείνει ο μοναδικός καραμπασάς αυτή τη στιγμή. Κρατώ και θα κρατώ την παράδοση του χωριού μου και του τόπου που γεννήθηκα, μέχρι να σφίγγουνε τα χέρια μου» τόνισε ο κ. Τσουρουπάκης με την αφορμή της ανακοίνωσης της ένταξης. «Είναι ένα φάρμακο πάρα πολύ δυνατό, για την γρίπη, για το κρυολόγημα, για τις στομαχικές διαταραχές, για τον πονόδοντο, για όλα» εξήγησε.

«Αυτή η επίσημη καταγραφή κουβαλάει την ιστορία της» σημείωσε η Περιφερειακή Σύμβουλος  και Εντεταλμένη Υγείας, Παιδείας και Πολιτισμού, Σοφία Μαλανδράκη, με πρωτοβουλία της οποίας καταρτίστηκε και κατατέθηκε ο φάκελος για το προϊόν, το 2021. «Παράλληλα, το γεγονός ότι το καραμπάσι μπαίνει στο εθνικό ευρετήριο, αποτελεί μια επίσημη πιστοποίηση που ανοίγει δρόμους για την ανάδειξη του προϊόντος» Όπως εξήγησε η κα Μαλανδράκη, αυτή η κατοχύρωση ανοίγει τον δρόμο ώστε να συνδεθεί το προϊόν είτε με φαρμακευτικές εταιρείες που ήδη έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον αλλά και σε εκπαιδευτικό επίπεδο με το Δημόσιο ΙΕΚ Αποκορώνου.

Παρών στην ανακοίνωση της ένταξης και ο Δήμαρχος της περιοχής, Χαράλαμπος Κουκιανάκης,  ο οποίος εξέφρασε την ικανοποίησή του για αυτήν την εξέλιξη, κάνοντας λόγο για «ένα χρέος όλων μας απέναντι στην ιστορία του τόπου μας»

Αναλυτική περιγραφή 

Το καραμπάσι ή δαφνέλαιο είναι ένα αιθέριο έλαιο που παράγεται παραδοσιακά μόνο στον Τζιτζιφέ Αποκορώνου Χανίων, με βασική πρώτη ύλη την ενδημική άγρια δάφνη (Laurus nobilis). Η ονομασία «καραμπάσι» είναι τουρκική και προκύπτει από δύο επιμέρους συνθετικά, τις λέξεις kara (μαύρο) και baş (κεφάλι). Εκτιμάται ότι ονομάστηκε έτσι επειδή μετά την καύση των φύλλων και καρπών της δάφνης μένουν στο καζάνι μερικοί μικροί μαύροι βώλοι, που -με λίγη φαντασία- μοιάζουν με μικρά κεφάλια. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, η ονομασία του συνδέεται με το πρώτο παράγωγο της απόσταξης, το λεγόμενο κουκουδόλαδο ή δαφνόλαδο, ένα βαθύ πράσινο λάδι που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες για να βάφουν τα μαλλιά τους μαύρα, εξ ου και καραμπάσι («μαύρο κεφάλι»).

Τεχνική Παραγωγής του στοιχείου

Το καραμπάσι ή δαφνέλαιο είναι ένα προϊόν απόσταξης. Οι παραγωγοί του -που λέγονταν καραμπασάδες- μάζευαν και συγκέντρωναν τα κλαδιά της δάφνης το καλοκαίρι (συνήθως Ιούλιο με τέλη Αυγούστου), τα άφηναν να ξεραθούν (συνήθως μερικές μέρες ή βδομάδες) και στη συνέχεια τα «καθάριζαν», διαχωρίζοντας με τα χέρια ή με ένα μικρό μαχαίρι τα φύλλα από το κλαδί. Στη συνέχεια τα έβαζαν σε ένα καζάνι και τα έβραζαν με σκοπό να προκύψει ένα απόσταγμα, όπως γίνεται με τη ρακή (τσικουδιά). Οι υδρατμοί που παράγονταν με το βράσιμο οδηγούνταν μέσω ενός σωλήνα (λουλά) μέσα από μια γούρνα ή δεξαμενή γεμάτη κρύο νερό, με αποτέλεσμα να ψύχονται και υγροποιούνται. Οι σταγόνες που προέκυπταν περνούσαν από μια σειρά διάτρητων δίσκων (λαμπίκο) και από το άκρο του σωλήνα έτρεχε σε ένα δοχείο (λαΐνι) το απόσταγμα, το οποίο δεν ήταν καθαρό αιθέριο έλαιο, αλλά αναμεμειγμένο με νερό και άλλα στοιχεία. Οι παραγωγοί μάζευαν αυτό το υγρό με ένα μπρίκι και το άφηναν να κατασταλάξει, ώστε το νερό και άλλα στοιχεία να πάνε στον πάτο και το λάδι να βγει στην επιφάνεια. Στη συνέχεια μάζευαν μόνο την πάνω στρώση (το λάδι) και το σούρωναν, και το αποτέλεσμα ήταν το καραμπάσι.

Για να προκύψουν 150-200 γραμμάρια καραμπάσι πρέπει κανείς να βράσει 5 μεγάλα δεμάτια δαφνόφυλλα με 70 λίτρα νερό για τουλάχιστον 4-5 ώρες, με αποτέλεσμα να χρειάζεται πολλαπλάσιος χρόνος ή και μέρες για να παραχθούν λίγα λίτρα καραμπάσι.

Ιδιότητες και χρήσεις 

Στο καραμπάσι αποδίδονται τόσο θεραπευτικές όσο και καλλωπιστικές ιδιότητες. Πολλοί το θεωρούσαν ιδιαίτερα αποτελεσματικό απέναντι στον πονοκέφαλο, τον πονόδοντο, τον έρπη, την ωτίτιδα, τη φαρυγγίτιδα, την ιγμορίτιδα, την αρθρίτιδα, την έντονη κόπωση και ατονία, εντερικά προβλήματα, πόνους στα νεφρά και το συνάχι. Η συνηθέστερη χρήση του ήταν κανείς να το πίνει (σε μικρές ποσότητες, δηλαδή 5-6 σταγόνες οι ενήλικες, λιγότερο ή και το μισό τα παιδιά) ή να το διαλύει σε λίγο νερό ή ζάχαρη. Χρησιμοποιούνταν επίσης για εντριβές, ειδικά για πονοκεφάλους, αρθριτικά ή άλλους τοπικούς πόνους. Με δεδομένη τη δυσκολία της πρόσβασης μεγάλου μέρους του αγροτικού πληθυσμού σε φάρμακα και υπηρεσίες υγείας, το καραμπάσι θεωρούνταν και χρησιμοποιούνταν ως ένα από τα «υπερφάρμακα» της εποχής, μαζί με το κινίνο και το μουρουνέλαιο. Συνήθιζαν να το χρησιμοποιούν ακόμα και γιατροί στα χωριά και τις κωμοπόλεις της Κρήτης, κυρίως ως αντισηπτικό σε πληγές ή σε μικροεπεμβάσεις που μπορεί να γίνονταν σε αγροτικά ιατρεία, αλλά και από τις μαίες στη γέννα, για να απολυμάνουν τα εργαλεία τους, τα χέρια τους και τον ομφάλιο λώρο μετά την κοπή, ώστε να αποτρέψουν τον επιλόχειο πυρετό, που «θέριζε» τις γυναίκες μετά τη γέννα.

Το καραμπάσι θεωρούνταν επίσης αποτελεσματικό απέναντι στη λεγόμενη «ταινία» (Taenia), ένα παράσιτο που ζει στο έντερο. Οι ενήλικες ή τα παιδιά που έπασχαν από αυτήν έτρωγαν κανονικά, αλλά αδυνάτιζαν διαρκώς. Οι άνθρωποι στα χωριά πίστευαν πως στο στομάχι τους υπήρχαν σκουλήκια που έτρωγαν το φαγητό, που τα ονόμαζαν «ορμήγκους». Σε αυτή την περίπτωση, ο ασθενής έπινε μερικές σταγόνες καραμπάσι (2-3 αν ήταν παιδί) με μισό κουταλάκι ζάχαρη και μετά από λίγο απέβαλλε το παράσιτο μαζί με τα κόπρανα.

Πέρα από τα πλήθος παραδείγματα χρήσης στον άνθρωπο, το καραμπάσι επίσης χρησιμοποιούνταν για να ανακουφίσει ζώα ή να προστατεύσει καλλιέργειες. Σύμφωνα με τη μαρτυρία ενός παλιού καραμπασά, «Παλιά πούλαγα πολύ καραμπάσι σε ανθρώπους που είχανε χτήματα, μουλάρια, γίδια, και τα ‘πιανε «σφαΐ» [κοιλιακοί πόνοι]. Τότες βάζανε στον ντορβά [κουβά] μέσα καρπό και βάζανε από πάνω καραμπάσι και το αναπνέανε τα ζώα και των επέρνα ο πόνος. Όταν καμιά φορά έσπαγε καμιά αίγα τον πόδα τζη και έκανε πληγή τση βάζανε καραμπάσι και έβγανε τη μυρουδιά και έδιωχνε τσι μύγες». Σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες, κάποιοι αγρότες της Μεσαράς (πεδιάδα στα νότια του Ηρακλείου) συνήθιζαν να στάζουν μερικές σταγόνες σε σωρούς από στάρι ή καλαμπόκι (σε κλειστό χώρο), καθώς αυτό απωθούσε τα έντομα κι έτσι προστάτευε τη σοδειά.

Πέραν των παραπάνω χρήσεων, το καραμπάσι είχε και καλλωπιστικές ιδιότητες. Η μυρωδιά του ήταν έντονη και παρέπεμπε στη δάφνη, γι’ αυτό και χρησιμοποιούνταν ως άρωμα από αρκετές γυναίκες στα χωριά της Κρήτης. Οι παλιοί καραμπασάδες έλεγαν πως οι γυναίκες ήταν παραδοσιακά καλές πελάτισσες, ενώ συνήθιζαν να το φυλάνε σε ένα μικρό μπουκαλάκι μέσα ή κοντά στο εικονοστάσι, μια συμβολική ένδειξη της σημασίας του.

zarpanews.gr